συνανατέλλω

συνανατέλλω
ΜΑ, και συναντέλλω Α [ἀνατέλλω]
(για αστέρα) ανατέλλω στον ορίζοντα μαζί με άλλον
αρχ.
αναφύομαι, βλαστάνω συγχρόνως.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συνανατολή — ἡ, Α [συνανατέλλω] (για αστέρα) ταυτόχρονη ανατολή …   Dictionary of Greek

  • συνανατολεύς — έως, ὁ, Μ αυτός που ανατέλλει ταυτόχρονα με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνανατέλλω (πρβλ. συνανατολ ή) + κατάλ. εύς (πρβλ. ραφ εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”